επιτήθη

επιτήθη
ἐπιτήθη και ἐπιτηθή, ἡ (AM)
η μητέρα τής γιαγιάς
αρχ.
η μητέρα τής προγιαγιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τήθη «γιαγιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”